- λαϊκός
- -ή, -ό (AM λαϊκός, -ή, -όν) [λαός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή προέρχεται από τον λαό (α. «λαϊκή μουσική» β. «λαϊκά έθιμα»)2. το αρσ. ως ουσ. ο μη ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό («εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω»)νεοελλ.1. (για πράγματα) αυτός που χρησιμοποιείται από τον λαό ή που συνηθίζεται από τον λαό, από τις λαϊκές τάξεις, ευτελής, φτωχικός, απλοϊκός2. αυτός που γίνεται ή που προορίζεται για τον λαό («λαϊκή αγορά» ή απλώς, «λαϊκή» — εβδομαδιαία αγορά χωρίς μόνιμες εγκαταστάσεις, στην οποία πωλούνται προϊόντα, κυρίως εδώδιμα, σε χαμηλότερες συνήθως τιμές3. φρ. α) «λαϊκό πανεπιστήμιο» — πνευματικό ίδρυμα που παρέχει γενική, αλλά και επαγγελματική μόρφωσηβ) «λαϊκή δημοκρατία»i) κατά τη μαρξιστική-λενινιστική ορολογία, επαναστατική μορφή πολιτικής οργάνωσης τής κοινωνίας, περιεχόμενο τής οποίας αποτελεί η κατοχή τής εξουσίας από την εργατική τάξη σε συμμαχία με την αγροτιά και άλλα κοινωνικά στρώματα ή κοινωνικές κατηγορίες, και η οποία αποτελεί μεταβατική φάση από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνίαii) επίσημος τίτλος που μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκε στις ονομασίες τών κρατών τα οποία ενσωματώθηκαν ή εντάχθηκαν στον λεγόμενο ανατολικό συνασπισμό ή που μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δοθεί σε ορισμένες χώρεςμέλη τής ΕΣΣΔ και που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον όρο «σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία»γ) «λαϊκό δικαστήριο» — δικαστήριο συγκροτημένο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από μη νομικούς και μη επαγγελματίες δικαστές, οι οποίοι εκλέγονται για ορισμένη περίοδο από το σύνολο τών ενήλικων πολιτών σε δεδομένη εδαφική περιοχή, που αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριοδ) «λαϊκός δικαστής» — μέλος λαϊκού δικαστηρίουε) «λαϊκή επιμόρφωση» — διαρκής εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων ανεξάρτητα ή παράλληλα και πέρα από τη θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευσηε) «λαϊκό μέτωπο» — συνασπισμός κομμάτων τής εργατικής τάξης και τών μεσαίων τάξεων για την υπεράσπιση τών δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης από μια ενδεχόμενη φασιστική απειλήστ) «λαϊκός καπιταλισμός» — σύστημα που συνίσταται στη διανομή μετοχών εταιρειών στους μισθωτούς και γενικότερα στις ευρύτερες μάζες, με στόχο την καλύτερη λειτουργία τού συστήματος τής ελεύθερης οικονομίαςζ) «λαϊκές μάζες»i) οι λαϊκές τάξεις, τα κατώτερα στρώματα τού λαούii) όρος τού ιστορικού υλισμού που δηλώνει την εργατική τάξη, την αγροτιά και την συνδεδεμένη μαζί τους διανόηση, δηλαδή τις δυνάμεις εκείνες που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα τής κοινωνίας και που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή υλικών αγαθών και στην ιστορική εξέλιξηη) «λαϊκός πολιτισμός»i) ο πολιτισμός τών κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων τών πόλεων και τού αγροτικού πληθυσμού στο σύνολό του, ιδίως ως προς τα παραδοσιακά στοιχεία και γνωρίσματά τουii) ο πολιτισμός ενός λαού, ενός έθνουςαρχ.1. αυτός που δεν έχει επίσημη καταγωγή ή αυτός που δεν έχει αξιώματα, κοινός2. (για τόπο) αυτός στον οποίο προσέρχεται ο πολύς λαός3. (για άρτο) δεύτερης ποιότητας.επίρρ...λαϊκώς και -άμε λαϊκό τρόπο, όπως συνηθίζει ο λαός.
Dictionary of Greek. 2013.